βαθύνοια

βαθύνοια
η глубокомыслие; глубина ума; мудрость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βαθύνοια" в других словарях:

  • βαθύνοια — η 1. η ιδιότητα του βαθυστόχαστου, η εμβρίθεια 2. η πνευματική ικανότητα να αναζητεί και να βρίσκει κανείς τις βαθύτερες αιτίες των όντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύνους (πρβλ. αγχίνοια, άνοια, δύσνοια, εύνοια). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Νεόφυτο… …   Dictionary of Greek

  • αγχίνοια — Η ετοιμότητα του πνεύματος, η οξύτητα του νου, η ευφυΐα, η ευστροφία, η κρίση. Ετυμολογικά, η α. προέρχεται από τις λέξεις άγχι (= κοντά) και νοώ. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την έκφραση τη ση αγχινοία ως τιμητική προσφώνηση. Ως όρος της… …   Dictionary of Greek

  • εμβρίθεια — η (AM ἐμβρίθεια) μσν. νεοελλ. σοβαρότητα, βαθύνοια, βαρύτητα αρχ. μσν. αυστηρότητα αρχ. αδρομερής διατύπωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»